πιονέρης

πιονέρης
ο , πιονέρισσα η пионер, -ка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "πιονέρης" в других словарях:

  • πιονέρης — και πιονέρος, ο, θηλ. ισσα, Ν βλ. πιονιέρος …   Dictionary of Greek

  • πιονιέρος — και πιονέρης, ο, θηλ. ισσα, Ν 1. άνθρωπος πρωτοπόρος σε μια προσπάθεια, σκαπανέας, πρωτεργάτης 2. συν. στον πληθ. οι πιονιέροι τα μέλη τής οργάνωσης παίδων που ιδρύθηκε το 1922 στη Σοβιετική Ένωση και στην οποία ανήκαν παιδιά ηλικίας 7 έως 14… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»